- καμηλό
- και καμελό, το(ακλ.)1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό3. ονομασία που προήλθε από το ομώνυμο ύφασμα και με το οποίο ονόμαζαν παλαιότερα στη Γαλλία τους πωλητές ευτελών και κακής ποιότητας πραγμάτων4. η ίδια ονομασία χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη Γαλλία για να υποδηλώσει ειδικά τις παλιές εφημερίδες και αυτούς που τίς πουλούσαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelot < αραβ. hamlat «μάλλινο ύφασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.