καμηλό

καμηλό
και καμελό, το
(ακλ.)
1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας
2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό
3. ονομασία που προήλθε από το ομώνυμο ύφασμα και με το οποίο ονόμαζαν παλαιότερα στη Γαλλία τους πωλητές ευτελών και κακής ποιότητας πραγμάτων
4. η ίδια ονομασία χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη Γαλλία για να υποδηλώσει ειδικά τις παλιές εφημερίδες και αυτούς που τίς πουλούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelot < αραβ. hamlat «μάλλινο ύφασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμηλό — το (λ. γαλλ.), είδος μάλλινου υφάσματος από τρίχες καμήλας ή γίδας: Είναι από καμηλό ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καμελό — το βλ. καμηλό …   Dictionary of Greek

  • χοιροβοσκός — ο, ΝΜΑ βοσκός χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. καμηλο βοσκός, ὑο βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • Παμφίλι — (Pamphili). Ρωμαϊκή οικογένεια ευγενών. Γενάρχες της οικογένειας θεωρούνται ο Ιάκωβος και ο Φραντσέσκο, που έζησαν τον 15o αι. Από την οικογένεια αυτή προέρχεται ο Τζιαμπατίστα, που έγινε πάπας με το όνομα Ινοκέντιος I». Ο Καμήλο Π. μετά τον γάμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”